Mια Αγάπη Στο Συρτάρι
Στις απόμακρες ανθισμένες περιοχές του βουνίσιου μου χωριού με θέα τα βραχώδη λιβάδια με τις αγριεμένες ελιές & τα φρεσκοβαμμένα χρυσάνθεμα να πολλαπλασιάζονται στην γελαστή ίριδα του μπλε οφθαλμού μου καθώς αγνάντευαν την ανατολή του ηλίου με την παιδική φτερούγα στην πυξίδα των ποδιών μου την έβλεπαν ολοένα να πλησιάζει τρεχάμενη με φόβο στα καστανά τριανταφυλλένια της μάτια μήπως & προλάβει να αποφύγει την κιτρινισμένη ασυλλόγιστη εφημερίδα να ξετρυπώνει από το αινιγματικό φιδίσιο έδαφος. Μα μόλις έφτανε στο ηλιοστάσιο της πανίσχυρης αλυσιδωτής αγάπης μου έπεφτε σαν ένα νεόφερτο σπουργίτι στην κεντημένη κουβαριασμένη μου φωλιά κι όλοι οι φόβοι χάνονταν άξαφνα στα ανοιχτά πελάγη της Μεσογείου.. Η αναστατωμένη παλίρροια της μικρής βελονοθήκης μου ήταν ανοδική κάθε φορά που την αντίκριζαν να πετάγεται από το σκοτάδι του θαμμένου δάσους με το κάτασπρο πέπλο στο φραγμένο σώμα της & τα ραντισμένα μακριά μαλλιά πιασμένα πίσω σαν ένα μαύρο αχαλίνωτο τετράποδο με τα ροζιασμένα πέταλα να σκεπάζουν έως & τον επισφύριο της, αφού πολλάκις στεκόμουν μονάχος ώρες αμέτρητες στο γκριζωπό πεζούλι της εξώπορτας της περιμένοντας να μου σκάσει κρυφά απ’ την συρμένη κουρτίνα της αγριεμένης της καλύβας το φωτεινότερο γεμάτο λευκότητα απ’ τα ζεστά της χείλη χαμόγελο να διαπερνά το πυρηνέλαιο των ματιών μου σαν μια παρουσία αμείλικτη από όνειρο φευγαλέο θερινής νυκτός. Εκεί στην αγκαλιά των λουλουδιών στεκόμουν ώρες πολλές μυρίζοντας την λεβάντα των ενδυμάτων της φέρνοντας στο μυαλό μου λογισμούς πονηρούς απαγορευμένους για την ηλικία μου μιας & η ντροπή μου ακούμπαγε σεμνά τον βραχίονα του χεριού της διστάζοντας να περπατήσω στα φυλλοβόλα καλλωπιστικά δένδρα του κορμιού της. Οι όρκοι που δίναμε για μια παντοτινή στο χάος των αιώνων δέσμευση ανάμεσα ψυχών μας & σωμάτων μας ήταν φτωχοί σαν ένα φλογερό καντήλι που τρεμοπαίζει από το φύσημα του βοριά έχοντας αφήσει παράθυρα ανοιχτά στην ανέμελη παραμυθένια μας καρδιά ανταλλάσοντας λόγια αίολα καθώς ξημέρωνε η νύχτα & νύχτωνε η μέρα στον ηλιοκαμένο ιερό πόλεμο που δίναμε καθημερινά για να κρατήσουμε αγνά τα όπλα στο ποταμίσιο πλοίο της φουντωτής αμυγδαλιάς μας. Εις τα βάθη του μυαλού μου έκανα φαντασίες μακρινές …όπως… να χτίζονται στα απαλά νεανικά της δάχτυλα πετρόχορτα μαργαριταρένια χειροποίητα κοσμήματα μιας & ήμουν πλέον σίγουρος για την ατσαλένια μου αγάπη. Όμως η απογοήτευση στο σταμάτημα του ημερολογίου εκείνης της βροχερής ημέρας στην βοή του πλήθους δεν άργησε να έρθει & στα δικά μου τα λυγισμένα μονοπάτια αφού η νύμφη μου αγάπησε άλλονε έδωσε αλλού τον λόγο της. Όλα τριγύρω φαίνονταν ψεύτικα με τ’ άστρα να γυρίζουν στην χαώδη μου ζωή μιας & δεν μου είχε απομείνει άλλη αγάπη αληθινή παρά μόνο της κλεμμένης πατρίδος μου που τώρα με διώχνει κι αυτή να την υπηρετήσω σε εξόριστους πλανήτες όπου η ερμηνείες των λέξεων μου δεν πιάνουν τόπο στην σιταρένια λυκανθρωπία τους μιας & η έννοια της αγάπης μου αφανίστηκε τώρα πια από τον χάρτη που φύλαγα καλά κρυμμένο στο θησαυροφυλάκιο του σπασμένου συρταριού μου.
Στις απόμακρες ανθισμένες περιοχές του βουνίσιου μου χωριού με θέα τα βραχώδη λιβάδια με τις αγριεμένες ελιές & τα φρεσκοβαμμένα χρυσάνθεμα να πολλαπλασιάζονται στην γελαστή ίριδα του μπλε οφθαλμού μου καθώς αγνάντευαν την ανατολή του ηλίου με την παιδική φτερούγα στην πυξίδα των ποδιών μου την έβλεπαν ολοένα να πλησιάζει τρεχάμενη με φόβο στα καστανά τριανταφυλλένια της μάτια μήπως & προλάβει να αποφύγει την κιτρινισμένη ασυλλόγιστη εφημερίδα να ξετρυπώνει από το αινιγματικό φιδίσιο έδαφος. Μα μόλις έφτανε στο ηλιοστάσιο της πανίσχυρης αλυσιδωτής αγάπης μου έπεφτε σαν ένα νεόφερτο σπουργίτι στην κεντημένη κουβαριασμένη μου φωλιά κι όλοι οι φόβοι χάνονταν άξαφνα στα ανοιχτά πελάγη της Μεσογείου.. Η αναστατωμένη παλίρροια της μικρής βελονοθήκης μου ήταν ανοδική κάθε φορά που την αντίκριζαν να πετάγεται από το σκοτάδι του θαμμένου δάσους με το κάτασπρο πέπλο στο φραγμένο σώμα της & τα ραντισμένα μακριά μαλλιά πιασμένα πίσω σαν ένα μαύρο αχαλίνωτο τετράποδο με τα ροζιασμένα πέταλα να σκεπάζουν έως & τον επισφύριο της, αφού πολλάκις στεκόμουν μονάχος ώρες αμέτρητες στο γκριζωπό πεζούλι της εξώπορτας της περιμένοντας να μου σκάσει κρυφά απ’ την συρμένη κουρτίνα της αγριεμένης της καλύβας το φωτεινότερο γεμάτο λευκότητα απ’ τα ζεστά της χείλη χαμόγελο να διαπερνά το πυρηνέλαιο των ματιών μου σαν μια παρουσία αμείλικτη από όνειρο φευγαλέο θερινής νυκτός. Εκεί στην αγκαλιά των λουλουδιών στεκόμουν ώρες πολλές μυρίζοντας την λεβάντα των ενδυμάτων της φέρνοντας στο μυαλό μου λογισμούς πονηρούς απαγορευμένους για την ηλικία μου μιας & η ντροπή μου ακούμπαγε σεμνά τον βραχίονα του χεριού της διστάζοντας να περπατήσω στα φυλλοβόλα καλλωπιστικά δένδρα του κορμιού της. Οι όρκοι που δίναμε για μια παντοτινή στο χάος των αιώνων δέσμευση ανάμεσα ψυχών μας & σωμάτων μας ήταν φτωχοί σαν ένα φλογερό καντήλι που τρεμοπαίζει από το φύσημα του βοριά έχοντας αφήσει παράθυρα ανοιχτά στην ανέμελη παραμυθένια μας καρδιά ανταλλάσοντας λόγια αίολα καθώς ξημέρωνε η νύχτα & νύχτωνε η μέρα στον ηλιοκαμένο ιερό πόλεμο που δίναμε καθημερινά για να κρατήσουμε αγνά τα όπλα στο ποταμίσιο πλοίο της φουντωτής αμυγδαλιάς μας. Εις τα βάθη του μυαλού μου έκανα φαντασίες μακρινές …όπως… να χτίζονται στα απαλά νεανικά της δάχτυλα πετρόχορτα μαργαριταρένια χειροποίητα κοσμήματα μιας & ήμουν πλέον σίγουρος για την ατσαλένια μου αγάπη. Όμως η απογοήτευση στο σταμάτημα του ημερολογίου εκείνης της βροχερής ημέρας στην βοή του πλήθους δεν άργησε να έρθει & στα δικά μου τα λυγισμένα μονοπάτια αφού η νύμφη μου αγάπησε άλλονε έδωσε αλλού τον λόγο της. Όλα τριγύρω φαίνονταν ψεύτικα με τ’ άστρα να γυρίζουν στην χαώδη μου ζωή μιας & δεν μου είχε απομείνει άλλη αγάπη αληθινή παρά μόνο της κλεμμένης πατρίδος μου που τώρα με διώχνει κι αυτή να την υπηρετήσω σε εξόριστους πλανήτες όπου η ερμηνείες των λέξεων μου δεν πιάνουν τόπο στην σιταρένια λυκανθρωπία τους μιας & η έννοια της αγάπης μου αφανίστηκε τώρα πια από τον χάρτη που φύλαγα καλά κρυμμένο στο θησαυροφυλάκιο του σπασμένου συρταριού μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου