Η εμφάνιση του φασισμού στο ιστορικό
προσκήνιο δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία για την Ευρώπη του μεσοπολέμου. Ως
φαινόμενο, είτε στην ιταλική -φασιστική είτε στη γερμανική – ναζιστική
παραλλαγή του, είναι γνωστό από το τέλος ακόμα του Α’ Παγκόσμιου
Πολέμου, ενώ μορφές αυταρχικής διακυβέρνησης που ρέπουν προς το φασισμό ή
είναι φασιστικές εμφανίζονται σε μια σειρά από ευρωπαϊκές χώρες κατά τη
δεκαετία του ’20, όπως: Στην Ουγγαρία το 1920, στην Ιταλία το 1922, στη
Βουλγαρία και στην Ισπανία το 1923, στην Αλβανία το 1924, στην Ελλάδα
το 1925, στη Λιθουανία, την Πολωνία και την Πορτογαλία το 1926 και στη
Γιουγκοσλαβία το 1929. Προκύπτει, βεβαίως, το ερώτημα «τι πραγματικά
ήταν ο φασισμός, ποιος ήταν ο ταξικός χαρακτήρας του;». Στο ερώτημα
αυτό, η αστική ιστοριογραφία είτε αρκείται σε απλοποιημένες περιγραφές,
είτε καταφεύγει σε ασαφείς ορισμούς, είτε προβάλλει ανοικτά την αδυναμία
της να απαντήσει, προτάσσοντας τις ιδιομορφίες του φαινομένου,
ιδιαίτερα στις χώρες που επικράτησε, ενώ δε λείπουν – απεναντίας είναι
πάρα πολλές και συνεχώς αυξάνονται – οι ανιστόρητες προσεγγίσεις που
επιχειρούν να ταυτίσουν το φασισμό με τον κομμουνισμό ή τουλάχιστον να
τα εμφανίσουν ως συγγενή ιδεολογικοπολιτικά ρεύματα.
Ασφαλώς, στο πλαίσιο αυτών των άρθρων δεν
είναι δυνατόν να τοποθετηθούμε στο σύνολο όλων των προαναφερόμενων
προσεγγίσεων. Θα δώσουμε όμως το στίγμα των βασικότερων.
Τι ήταν ο φασισμός: Η αστική προσέγγιση
«Στα τέλη του εικοστού αιώνα – γράφει ο Στάνλεϊ Πέιν1-
ο όρος φασισμός παραμένει ίσως ο πιο ασαφής από τους σημαντικούς
πολιτικούς όρους. Αυτό ίσως πηγάζει από το γεγονός ότι η λέξη καθεαυτή
δεν περιέχει μια σαφή πολιτική αναφορά (ακόμα και αφηρημένη), όπως
συμβαίνει με τη δημοκρατία, το φιλελευθερισμό, το σοσιαλισμό και τον
κομμουνισμό… Επιπλέον, ο όρος έχει χρησιμοποιηθεί περισσότερο από τους
αντιπάλους του παρά από τους υποστηρικτές του, και οι πρώτοι υπήρξαν
υπεύθυνοι για τη γενίκευση του επιθέτου σε διεθνές επίπεδο ήδη από το
1923. Η λέξη φασίστας είναι μια από τις πιο πολυχρησιμοποιημένες
υποτιμητικές πολιτικές εκφράσεις και συνήθως υποδηλώνει “τον βίαιο”,
“τον κτηνώδη”, “τον καταπιεστικό” ή “τον δικτατορικό”. Αν, όμως, ο
φασισμός δε σημαίνει τίποτα περισσότερο απ’ αυτό, τότε τα κομμουνιστικά
καθεστώτα, για παράδειγμα, θα έπρεπε πιθανόν να ενταχθούν στην κατηγορία
των πιο φασιστικών καθεστώτων, αποστερώντας έτσι τη λέξη από κάθε
χρήσιμο προσδιορισμό». Πέραν του αντικομμουνισμού που διακρίνει αυτή την
τοποθέτηση, οφείλουμε να σημειώσουμε ότι έτσι μπορεί να τίθεται το
ζήτημα του φασισμού μόνο από εκείνους που αδυνατούν, ή δε θέλουν, να
προσδιορίσουν, αλλά αντίθετα να συσκοτίσουν, το χαρακτήρα του ως
πολιτικού ρεύματος με συγκεκριμένες ταξικές αναφορές. Γι’ αυτό και ο
Πέιν, σε άλλο σημείο της μελέτης του για το φασισμό μας πληροφορεί πως
«ήταν ένα κοσμοϊστορικής σημασίας ευρωπαϊκό κίνημα των αρχών του 20ού
αιώνα, ιδιαίτερα πολύπλοκο, που πυροδοτήθηκε από τις καινούργιες ιδέες
και τις αξίες της πολιτισμικής κρίσης του fin de siecle και της
ιδεολογίας του υπερεθνικισμού. Ο φασισμός πρέσβευε συγκεκριμένα πολιτικά
και κοινωνικά δόγματα και οικονομικές προσεγγίσεις, αλλά οι τελευταίες
δεν πήγαζαν από κάπου και δε συνιστούσαν ένα απόλυτα διακριτό καινούργιο
οικονομικό δείγμα. Τα φασιστικά κινήματα διέφεραν αρκετά μεταξύ τους
περισσότερο απ’ ό,τι τα διαφορετικά εθνικά κινήματα μέσα σε άλλα
πολιτικά συστήματα. Ο φασισμός δεν ήταν φορέας καμιάς άλλης δύναμης,
τάξης ή συμφερόντων ούτε η άλλη αντανάκλαση κάποιας κοινωνικής τάξης,
αλλά προϊόν ενός πλέγματος ιστορικών, πολιτικών, εθνικών και
πολιτισμικών συνθηκών, οι οποίες μπορούν να διασαφηνιστούν και να
οριστούν. Πάνω απ’ όλα ο φασισμός ήταν η πιο επαναστατική μορφή
εθνικισμού στην Ευρώπη εκείνη την ιστορική περίοδο»2.
Οπως θα δείξουμε παρακάτω, οι ίδιοι οι φασίστες ήταν περισσότερο
ουσιαστικοί και περισσότερο ακριβείς, απ’ ό,τι ο Στ. Πέιν, όταν
προσδιόριζαν το φαινόμενο που εκπροσωπούσαν. Ο φασισμός ήταν πολιτικό
ρεύμα και ως πολιτικό ρεύμα αντανακλούσε συγκεκριμένες κοινωνικές
σχέσεις, δηλαδή συγκεκριμένες σχέσεις παραγωγής. Ηταν η συμπύκνωση των
αναγκών – οικονομικών και άλλων – συγκεκριμένων τάξεων. Ας δούμε, όμως,
πώς προσδιορίζονταν ταξικά οι ίδιοι οι φασίστες.
Πώς αυτοπροσδιορίζονταν ταξικά οι φασίστες
Ο κλασικός ιστορικός του φασισμού – στην ιταλική του εκδοχή – Gioacchino Volpe γράφει μεταξύ άλλων3:
«Το φασιστικόν κίνημα, το οποίο, καθ’ όλον το 1919 και μέγα μέρος του
1920, δεν είχε σημειώσει μεγάλας προόδους και ολίγον μόνον είχεν εξέλθει
από τα μεγάλα αστικά κέντρα, όπου άλλωστε προσέκρουεν επί εργατικών
μαζών, αίτινες έμενον σταθεραί εις τα παλαιά των πλαίσια και δεν ήσαν
πολύ προσιταί εις τας επικλήσεις του, ήρχισε να ευρίσκη εις την ύπαιθρον
διέξοδον, αξιόλογον πεδίον δράσεως και πειραματισμού, στερεόν στήριγμα
και την προοπτικήν μελλοντικών δυνατοτήτων, τας οποίας ίσως δεν είχον
σκεφθεί οι πρώτοι οργανωταί του. Και ετροφοδοτήθη το κίνημα τούτο τόσον
από τους ποικίλους εχθρούς του σοσιαλισμού, όσον και από ανθρώπους που
έως τότε είχον πιστεύσει εις τον σοσιαλισμόν, τώρα όμως ήρχισαν να τον
εγκαταλείπουν και ν’ ακολουθούν άλλας σημαίας και άλλους σημαιοφόρους».
Στη συνέχεια, αφού αναφέρεται σε πλευρές της οργάνωσης και ανάπτυξης του
φασιστικού κινήματος ο Volpe αναρωτιέται: «Είναι όλα αυτά
”μπουρζουαζία”, ‘ αστική τάξις”, ”αστικά συμφέροντα”; Αναμφιβόλως
παίζουν ρόλο και τα αστικά συμφέροντα. Αναμφιβόλως εις το κέντρον της
αντιδράσεως ταύτης ίσταται η αστική τάξις, ήτις, ταπεινωθείσα και
διασπασθείσα ευθύς μετά τον πόλεμον, ανακτά τώρα το φρόνημά της και
κάποιο αίσθημα ενότητος… Να έχωμεν όμως υπ’ όψιν ότι ήτο μάλλον αγροτική
αστική τάξις παρά βιομηχανική και εμπορική αστική τάξις (διότι η
τελευταία, αντιτιθέμενη εις τον σοσιαλισμόν ως προς τας εσωτερικάς και
ταξικάς σχέσεις ήτο μάλλον σύμφωνος προς τον διεθνιστικόν ή υπερεθνικόν
προσανατολισμόν4). Δεν ήτο η μεγάλη
μπουρζουαζία, αλλά μάλλον μικρά αστική τάξις. Η αστική αυτή τάξις
συνεπάθη τας ιδέας του εθνικισμού και έφερεν εις τον φασισμόν μέρος από
τας εθνικιστικάς αυτάς τάσεις της». Αυτό που στην πραγματικότητα λέει ο
Volpe είναι ότι το φασιστικό κίνημα στο ξεκίνημά του στηρίχτηκε στα
κατώτερα στρώματα της αστικής τάξης και φυσικά σε ένα στρώμα των μεσαίων
στρωμάτων που προσέγγιζε την μπουρζουαζία. Η διαπίστωση αυτή δεν
βρίσκεται μακριά από την πραγματικότητα. Ομως, ο φασισμός στην εξουσία
δεν μπορούσε ποτέ να είναι – διότι ήταν αντικειμενικά αδύνατο να είναι –
η πολιτική έκφραση της μικρομπουρζουαζίας ή των μεσαίων στρωμάτων.
Τέτοια πολιτική κυριαρχία της μικρομπουρζουαζίας ή των μεσαίων στρωμάτων
δεν έχει εμφανιστεί ποτέ στην ιστορία. Ο φασισμός στην εξουσία ήταν η
πιο άγρια δικτατορία του μονοπωλιακού κεφαλαίου.
Τον αστικό χαρακτήρα του φασισμού τον
παραδεχόταν ανοικτά ένας από τους επιφανείς ιδρυτές του, ο Ιταλός
δικτάτορας Μπενίτο Μουσολίνι, ο οποίος στο μανιφέστο του για «Το δόγμα
του Φασισμού» έγραφε, μεταξύ άλλων, αναφερόμενος στην αντίληψη των
φασιστών για τη ζωή. «Μια τέτοια αντίληψις της ζωής κάνει τον φασισμό ν’
αρνείται απόλυτα αυτό το δόγμα που αποτελούσε τη βάση του ψευδο –
επιστημονικού σοσιαλισμού ή μαρξισμού: Το δόγμα του ιστορικού υλισμού,
κατά το οποίον η ιστορία του ανθρώπινου πολιτισμού δεν θα εξηγείτο παρά
από τους αγώνας συμφερόντων μεταξύ των διαφόρων κοινωνικών ομάδων και
από το μετασχηματισμό (αλλαγή) των μέσων παραγωγής… Ο φασισμός πιστεύει
ακόμη και πάντα στην αγιότητα και τον ηρωισμόν, δηλαδή σε πράξεις μέσα
εις τας οποίας δεν δρα κανένα οικονομικό μοτίβο κοντινό ή μακρυνό. Η
άρνησις του ιστορικού υλισμού …όταν στο βάθος δρουν κι εργάζονται αι
ηθικαί κατευθυντήριοι δυνάμεις, συνεπάγεται τη διαρκή και αναπόφευκτον
άρνηση της πάλης των τάξεων… και ιδιαίτερα της αρνήσεως της πάλης των
τάξεων θεωρουμένης σαν παράγοντος επικρατούντος εις τας κοινωνικάς
μεταβολάς»5.
Πέρα, όμως, από τους προαναφερόμενους και ο
δικός μας, ο Ελληνας απολογητής του φασισμού Γεώργιος Β. Πάμπουκας είναι
εξίσου αποκαλυπτικός όταν γράφει: «Εύκολον είναι να ευρεθούν αι ριζικαί
διαφοραί μεταξύ σοσιαλισμού και κομμουνισμού αφ’ ενός και φασισμού αφ’
ετέρου. Ο φασισμός εστηρίχθη επί της αστικής τάξεως, ο κομμουνισμός την
κατέλυσεν. Ο κομμουνισμός πραγματοποίησε τον περιορισμόν του
κεφαλαιοκρατισμού διά καταργήσεως της ιδιωτικής οικονομίας, ο φασισμός
δι’ οργανώσεως αυτής. Ο φασισμός διά των πολιτικών και οικονομικών
θεσμών ους εισήγαγε επέτυχε την συνεργασίαν όλων των κοινωνικών τάξεων, ο
κομμουνισμός την εξαφάνισιν όλων των τάξεων και την υποδούλωσίν των εις
το προλεταριάτον…»6.
παράρτημα
1. Στάνλεϊ Πέιν: «Ιστορία του φασισμού», εκδόσεις ΦΙΛΙΣΤΩΡ, σελ. 21
2. Στάνλεϊ Πέιν, στο ίδιο, σελ. 673 – 675
3. Gioacchino Volpe: «Ιστορία του Φασιστικού Κινήματος», έκδοση στα ελληνικά, Novissima- Roma, 1941, σελ. 41 – 44
4. Ο Volpe μπερδεύει τον κοσμοπολιτισμό της μεγαλοαστικής τάξης με το διεθνισμό του προλεταριάτου
5. Μπ. Μουσολίνι: «Το δόγμα του
Φασισμού», Εκδοτικόν «ΕΛΛΑΣ» – ΕΓΕ (έκδοση του Μεσοπολέμου σε μετάφραση
Α. Παπασαραντόπουλου), σελ. 20 – 21
6. Γεωργίου Β. Πάμπουκα: «Ο φασισμός και αι ιδεολογικαί του βάσεις», εκδόσεις «Κατάστημα ΝΙΚ. ΤΙΛΠΕΡΟΓΛΟΥ», 1940, σελ. 19 – 20